- διαμιάς
- επίρρ. τροπικό1. αμέσως, μεμιάς: Αντέδρασε διαμιάς στα λόγια μου.2. όλο μαζί: Σήκωσε το φορτίο διαμιάς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γιαμιά — και γιαμίαν και ογιαμιά διαμιάς, αμέσως. [ΕΤΥΜΟΛ. Με συνεκφορά τών για μια < διά μιαν < διά μίαν] … Dictionary of Greek
μαχαίρι — Κοπτικό εργαλείο με χειρολαβή και μεταλλική λεπίδα. Η κατασκευή των μ. ποικίλει, ωστόσο η λεπίδα τους κατασκευάζεται από σίδερο ή ατσάλι, ενώ η λαβή είτε από το ίδιο μέταλλο (όπως στα τραπεζομάχαιρα), οπότε αποτελεί ενιαίο κομμάτι με τη λεπίδα,… … Dictionary of Greek
μονιταρικώς — μονιταρικῶς (Μ) επίρρ. εντελώς, ολότελα, διαμιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. μονιτάρου + κατάλ. ικῶς] … Dictionary of Greek
μονομιάς — (επίρρ) 1. αμέσως 2. με μια κίνηση, μεμιάς, χωρίς διακοπή, μονορούφι («ήπιε ένα ποτηράκι ούζο μονομιάς») 3. ξαφνικά, αιφνίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + μιας (πρβλ. διαμιάς)] … Dictionary of Greek
μπουμπουνίζω — 1. (ως απρόσ.) μπουμπουνίζει βροντά, ακούγονται μπουμπουνητά 2. μτφ. αποτυχαίνω σε εξετάσεις, διαγωνισμό κ.λπ. 3. φρ. «τά μπουμπούνησα και έφυγα» τά παράτησα, εγκατέλειψα διαμιάς κάτι ή κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. που ανάγεται σε ονοματοποιία] … Dictionary of Greek
ρουφηξιά — η, Ν 1. η ρουφηγματιά 2. η ποσότητα τού καπνού που εισπνέει ο καπνιστής με μία ρουφηγματιά τού τσιγάρου 3. φρ. «με μια ρουφηξιά» μονορούφι, διαμιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ρουφηξ τού αορ. ρούφηξα τού ρουφώ + κατάλ. ιά (πρβλ. αλλαξ ιά)]· … Dictionary of Greek